ορχιτικός

ορχιτικός
-ή, -ό [ορχίτιδα]
1. ο σχετικός με την ορχίτιδα
το αρσ. ως ουσ. ο ορχιτικός
αυτός που πάσχει από ορχίτιδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”